Συστηματικός ερυθηματώδης λύκος

Ο συστηματικός ερυθηματώδης λύκος (ΣΕΛ) είναι χρόνιο αυτοάνοσο νόσημα που μπορεί να προσβάλλει διάφορα όργανα στο ανθρώπινο σώμα.

Οι γυναίκες προσβάλλονται σχεδόν 10 φορές πιο συχνά σε σχέση με τους άνδρες. Η νόσος κάνει την εμφάνιση της στις ηλικίες μεταξύ 15 με 44 ετών. Περίπου 5.000.000 άνθρωποι σε όλο τον κόσμο υπολογίζεται ότι πάσχουν από λύκο.

Υπάρχουν τέσσερις τύποι λύκου.

  1. Ο δερματικός λύκος που προσβάλλει μόνο το δέρμα.
  2. Ο συστηματικός ερυθηματώδης λύκος που προσβάλλει το δέρμα και τα οστά, ενώ μπορεί να προσβάλλει και όργανα όπως η καρδιά, οι νεφροί και οι πνεύμονες.
  3. Ο φαρμακευτικός λύκος
  4. λύκος των νεογνών που είναι πολύ σπάνιος και προσβάλλει τα βρέφη γυναικών που πάσχουν από λύκο.

Τα συμπτώματα

με τα οποία εκδηλώνεται ο ΣΕΛ είναι δερματικά εξανθήματα, κακουχία, πυρετός, αρθραλγίες, ημικρανίες, τριχόπτωση, αλλαγές στο χρώμα των δακτύλων, στοματικές άφθες.

Στο πρόσωπο εμφανίζεται χαρακτηριστικό εξάνθημα σε σχήμα πεταλούδας.

Τα δάκτυλα του ασθενούς όταν εκτεθούν στο κρύο γίνονται λευκά, στη συνέχεια μπλε και τέλος κόκκινα, γνωστό και ως φαινόμενο Raynaud.

Μέτρα προστασίας: Αποφυγή έκθεσης στον ήλιο και χρήση αντηλιακού με υψηλό δείκτη προστασίας. Αποφυγή του καπνίσματος. Ιδανικό θα ήταν η πλήρης διακοπή του και αποφυγή του άγχους.

Για τη διάγνωση του Λύκου χρησιμοποιούνται τόσο εργαστηριακές εξετάσεις όπως,

  • γενική αίματος
  • ταχύτητα καθίζησης ερυθρών (ΤΚΕ)
  • δείκτες ηπατικής και νεφρικής λειτουργίας
  • μέτρηση αντιπυρηνικών αντισωμάτων (ΑΝΑ)
  • απεικονιστικές εξετάσεις όπως η ακτινογραφία θώρακος, ο υπέρηχος καρδιάς και αξονική ή μαγνητική τομογραφία.
  • Η βιοψία δέρματος μπορεί να είναι επίσης χρήσιμη.

Η Θεραπεία

προσαρμόζεται στον κάθε ασθενή ξεχωριστά. Πιο συχνά φάρμακα που χρησιμοποιούνται είναι τα μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη (ΜΣΑΦ), τα κορτικοστεροειδή, η  υδροξυχλωροκίνη (plaquenil), ανοσοκατασταλτικά όπως η αζαθιοπρίνη και η μεθοτρεξάτη, ενώ χρησιμοποιούνται και βιολογικοί παράγοντες όπως το Belimumab.

Η φαρμακευτική αγωγή έχει σαν στόχο τον έλεγχο των συμπτωμάτων, την καταστολή του ανοσοποιητικού συστήματος και την μείωση της φλεγμονής.