Σακχαρώδης Διαβήτης

Ο Σακχαρώδης Διαβήτης είναι νόσος με βασικό χαρακτηριστικό την αύξηση της γλυκόζης του αίματος ή υπεργλυκαιμία. Είναι μεταβολικό νόσημα που το χαρακτηρίζει η διαταραχή του μεταβολισμού

  • της γλυκόζης
  • απόρροια μειωμένης έκκρισης ινσουλίνης
  • ή λόγω μειωμένης ευαισθησίας των κυττάρων του σώματος στην ινσουλίνη.

ΤΑΞΙΝΟΜΗΣΗ

Η ταξινόμηση του διαβήτη αφορά τρεις κύριους τύπους:

α) ΣΔ τύπου Ι, ή νεανικός διαβήτης ή ινσουλινοεξαρτώμενος, είναι η περίπτωση κατά την οποία τα κύτταρα του παγκρέατος που παράγουν την ινσουλίνη καταστρέφονται με αυτοάνοσο μηχανισμό και

β) ΣΔ τύπου ΙΙ, ή διαβήτης ενηλίκων ή μη ινσουλινοεξαρτώμενος. Κύριο χαρακτηριστικό του, η πολύ αυξημένη αντίσταση στην ινσουλίνη ή αλλιώς ινσουλινοαντοχή. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα η παράγωγη της ινσουλίνης να μην μπορεί να καλύψει τις ανάγκες του οργανισμού σε ινσουλίνη.

γ) Ο διαβήτης της κύησης, εμφανίζεται στην εγκυμοσύνη και μπορεί να αντιμετωπιστεί με δίαιτα ή και ινσουλίνη. Υποχωρεί μετά τον τοκετό αν και μπορεί να προκαλέσει επιπλοκές στην εγκυμοσύνη.

ΕΠΙΔΗΜΙΟΛΟΓΙΑ

Σακχαρώδης Διαβήτης

Ο σακχαρώδης διαβήτης είναι πιο συχνός στις ανεπτυγμένες χώρες, σχετιζόμενος με τον λεγόμενο “δυτικό” τρόπο ζωής.

Τα στοιχειά που δίνει ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ) είναι ανησυχητικά, από 108 εκατομμύρια πάσχοντες το 1980, φτάσαμε στα 422 εκατομμύρια ανθρώπους το 2014, ενώ οι χώρες με τη μεγαλύτερη αύξηση πασχόντων είναι οι αναπτυσσόμενες, λόγω αλλαγής του τρόπου ζωής των κατοίκων τους.

ΣΥΜΠΤΩΜΑΤΑ

Τα κλασικά συμπτώματα του διαβήτη περιλαμβάνουν, την πολυουρία, την πολυδιψία, την απώλεια βάρους, την καταβολή και την πολυφαγία, αν και στα αρχικά στάδια της νόσου, ο ασθενής μπορεί να είναι ασυμπτωματικός και επισης

ΚΛΙΝΙΚΑ ΣΗΜΕΙΑ Σακχαρώδης Διαβήτης

Στα κλινικά σημεία του διαβήτη συγκαταλέγονται η αφυδάτωση, με ψυχρό και ξηρό δέρμα και οι αποξηραμένοι βλεννογόνοι. Σε προχωρημένα στάδια όταν κάνει την εμφάνιση της η διαβητική κετοξέωση, είναι χαρακτηριστική η οσμή της αναπνοής του ασθενούς ή απόπνοια ακετόνης.

ΔΙΑΓΝΩΣΗ

είναι εύκολη, με την εμφάνιση των πρώτων συμπτωμάτων ή και νωρίτερα, γίνεται μέτρηση της γλυκόζης του αίματος. Η τιμή της γλυκόζης δεν πρέπει να ξεπερνά, μετά από 8ωρη νηστεία τα 126 mg/dl. Η μέτρηση της γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαιρίνης (HbA1c) είναι χρήσιμη για τον έλεγχο της ρύθμισης του σακχάρου στο αίμα.

ΕΠΙΠΛΟΚΕΣ

Οι επιπλοκές του σακχαρώδη διαβήτη χωρίζονται σε άμεσες και απώτερες. Οι άμεσες επιπλοκές είναι το διαβητικό κώμα και η υπογλυκαιμία, καταστάσεις επικίνδυνες για τη ζωή του ασθενούς.

Οι απώτερες μπορεί να αφορούν την καρδιά και τα μεγάλα αγγεία, όπως η στεφανιαία νόσος, το έμφραγμα του μυοκαρδίου και το αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο. Μπορεί να αφορούν τους νεφρούς προκαλώντας νεφρική ανεπάρκεια. Συχνά προκαλεί βλάβες στα περιφερικά αγγεία και νεύρα, με τη δημιουργία ελκών στα κάτω άκρα και αδυναμία επούλωσης τους, που μπορεί να φτάσουν ακόμα και στον ακρωτηριασμό. Άλλο σημείο του σώματος που πλήττεται συχνά είναι τα μάτια, με την εμφάνιση καταρράκτη ή γλαυκώματος, για αυτό είναι χρήσιμος ο τακτικός οφθαλμολογικός έλεγχος.

ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ

Για τη αντιμετώπιση του σακχαρώδη διαβήτη είναι σημαντικές οι διατροφικές συνήθειες του ασθενούς, οι οποίες πρέπει να τροποποιηθούν μετά από κατάλληλες οδηγίες. Στα αρχικά στάδια η σωματική άσκηση και η δίαιτα μπορούν να δώσουν καλά αποτελέσματα. Σε περίπτωση που τα μετρά αυτά δεν αποδώσουν μπορούμε να προχωρήσουμε στη λήψη αντιδιαβητικών δισκίων, ενώ όταν και αυτά δεν επαρκούν, η λήψη ινσουλίνης είναι μονόδρομος. Ο τρόπος χορήγησης των φαρμάκων αλλάζει από ασθενή σε ασθενή, για αυτό η αγωγή είναι εξατομικευμένη.

Συχνές μετρήσεις σακχάρου είναι απαραίτητες για τη σωστή ρύθμιση του. Ιδανικές τιμές σακχάρου είναι: σάκχαρο νηστείας μικρότερο από 120 mg/dl και μεταγευματικό σάκχαρο μικρότερο από 160 mg/dl.